Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λουκάνη (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. βουκάνη [επίπεδο ξύλο, ανυψωμένο στο μπροστινό του μέρος. Είχε πάχος 5-10 εκ., μήκος 2 μ. περίπου και πλάτος 1 μ. περίπου. Αυτό το ξύλο, που ήταν αρκετά βαρύ, στο κάτω μέρος του είχε σφηνωμένες πολλές μικρές κοφτερές σκληρές πέτρες (αθκιάτζια), για να αλέθουν τα δεμάτια].

Ετυμολογία:

αρχ. η τυκάνη ή τυτάνη ή τρυπάνη (Κυπρή 1979 [2002²]

Συνώνυμα:

Δουκάνη (η)