Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λουλλάτζ̌ιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

φυτική ή συνθετική χρωστική ουσία με έντονο μπλε χρώμα, το λουλάκι.