Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Λουρίτζ̌ιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. λουρικός (μπλεξούδα από δέρμα για δέσιμο του αρότρου με τον ζυγό).