Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μασκαραλλίκκιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. καρακιοζλίκκιν (το καραγκιοζιλίκι, η γελοιότητα).