Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μεσόκοπος, -η, -ον »

Επίθετο

Σημασία:

στο θηλυκό: μισή δουλειά, βλ. μεσατζ̌ινός (ο μεσήλικος).

Συνώνυμα:

Μεσοκοπημένος, -η, -ον, Μεσοτζ̌αιρίτης, -ισσα, -ικον