Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μεσοφόριν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

το μεσοφόρι, είδος φούστας που φοριέται κάτω από το φόρεμα.

Συνώνυμα:

Σκαρπέττα (η)