Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μετανιώννω »

Ρήμα

Σημασία:

1. μεταβάλλω τη γνώμη μου για κάτι. 2. μεταμελούμαι, αναγνωρίζω το κακό, το σφάλμα που έκανα, λυπάμαι γι' αυτό και επιθυμώ να επανορθώσω.

Συνώνυμα:

Μετανώννω