Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μεταπράττω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. μεταπράσσω (1. πουλώ σε άλλον κάτι που αγόρασα. 2. κάνω αγοραπωλησίες. 3. έχω δοσοληψίες, συναλλαγές).

Συνώνυμα:

Πράσσω, Πράττω