Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μιζαρόλλα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. το αμμόμετρο, η κλεψύδρα. 2. το λεπτό του χρόνου.

Συνώνυμα:

Μιζαρόλλιν (το)