Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μάστορης (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

ο μάστορας.

Συνώνυμα:

Μάστρος (ο), Μαστόρισσα, Μαστόρσα (η)