Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μαστρεχαλάσης (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

κακός τεχνίτης, που αντί να επιδιορθώνει χαλάει, ο μαστροχαλαστής.