Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μαυλιστής (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

ο προαγωγός, ο μαστρωπός.

Συνώνυμα:

Μαυλομάνα (η), Νταβατζ̌ής, -ίνα, Πατρώνος, -α