Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μαυρογυρεύκω »

Ρήμα

Σημασία:

1. ερευνώ αναποτελεσματικά. 2. κακοπαθαίνω. 3. υποφέρω.

Συνώνυμα:

Μαυροϋρεύκω