Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μαυροτζ̌ινάρα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. είδος αγκινάρας. 2. μτφ. η σκουρόχρωμη και όχι όμορφη γυναίκα.