Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μελένος, -η, -ον »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. μελένιος (1. ο μελωμένος. 2. μτφ. ο μελάτος, ο πολύ γλυκός, σαν μέλι).