Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μεράκκιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. το κέφι, η ευδιαθεσία. 2. η έντονη και έμπρακτη προθυμία. 3.η επιμελής ενασχόληση με κάτι.