Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μέρουλλος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. βλ. μέρουλλον (η μεγάλη μέρα). 2. βλ. κωλομέριν (το κωλομέρι, ο γλουτός, ο κώλος).

Συνώνυμα:

Μερίν, Μερόκωλον, Μέρουλλον (το)