Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μερράς (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. ο τόπος όπου φυτρώνουν χόρτα για τροφή ζώων. 2. ο μαχαλάς.