Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μάντζ̌ιπας (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. φούρναρης (1. ο αρτοποιός. 2. ο ιδιοκτήτης φούρνου).

Συνώνυμα:

Φουρνάρισσα (η), Μαντζ̌ίπαινα (η)