Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μουτσώννω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. καραμουτσ̌ιάζω (αλλάζω διάθεση και γίνομαι κακοδιάθετος, θυμώνω).

Συνώνυμα:

Καραμουτσώννω