Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μουχτιτζ̌ής (ο) »

Επίθετο

Σημασία:

αυτός που θέλει δωρεάν πράγματα.

Συνώνυμα:

Τζ̌άπατζ̌ης (ο)