Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μπαστάρτα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. μπάσταρτος (1. ο μπάσταρδος, ο νόθος. 2. μτφ. αυτός που καταφέρνει κάτι ύπουλα).

Συνώνυμα:

Μπάσταρτον, Μπασταρτίν (το)