Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μπουκκώννω »

Ρήμα

Σημασία:

1. μπουκώνω, γεμίζω το στόμα μου με τροφή. 2. βλ. καφαρτίζω (παίρνω πρωϊνό). 3. μτφ. λέω λόγια που μου έχουν εμπιστευτεί.