Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μπούνια (τα) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. αμπούνια (1. τρύπα στα άκρα του καταστρώματος για την αποχέτευση νερών του πλοίου. 2. μτφ. «ως τα μπούνια» ως τα άκρα).