Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μυροφόρα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. λουλούδι για τον επιτάφιο. 2. αυτή που φέρει μύρα. 3. μτφ. ο εύοσμος.