Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Νεκατοκούππης, -ισσα, -ικον »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. ανακατοκούππης (1. ο λαίμαργος. 2. μτφ. αυτός που σπέρνει ζιζάνια).

Συνώνυμα:

Ανακατωσούρης, -α, -ιν, Ανακατώστρας, -α, Νεκατώστρας, -α, Νεκατώστρα (η)