Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Νεκατσ̌ιώ »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. ανακατσ̌ιώ (1. αηδιάζω, σιχαίνομαι. 2. μτφ. δειλιάζω).