Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Νεκροτζ̌έριν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. το νεκροκέρι, το κερί που ανάβεται σε νεκρό. 2. μτφ. ο κατάχλωμος.