Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Νεροβούττης (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. κωλοβούττης (1. αυτός που αρπάζει τους πισινούς. 2. το πτηνό ερυθρόλαιμος).