Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μμάθκια (τα) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. αμμαδκιά (1. τα μάτια. 2. τα μοσχεύματα, τα μπόλια).

Συνώνυμα:

Μμαθκιά (η), Μμάδκια (τα), Μμαδκιά (η), Αμμάθκια (τα), Αμμαθκιά (η)