Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μματόπονος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. αμματοπόνηση (ασθένεια των ματιών).

Συνώνυμα:

Μματόπονος (ο)