Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μονοκοντυλιά (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. η μονοκονδυλιά, γραφή με συνεχή, μη διακοπτόμενη κίνηση της πένας ή του μολυβιού. 2. μτφ. χωρίς αμφιβολία.