Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μονόχογλος, -η, -ον »

Επίθετο

Σημασία:

1. το φαγητό που ψήνεται με ένα χόγλασμα. 2. μτφ. αυτός που οργίζεται εύκολα.

Ετυμολογία:

μονός+χόγλος