Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Μουγκαρκά (η) »
Ουσιαστικό
Σημασία:
βλ. μουγκάρισμαν (1. υπόκωφη και παρατεταμένη κραυγή ζώου. 2. δυνατή και βαθιά φωνή ανθρώπου με κλειστά τα χείλη που μοιάζει με κραυγή ζώου. 3. άγρια βοή θάλασσας ή ανέμου 4. μτφ. το έντονο κλάμα).