Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μουρμουτζ̌ιάζω »

Ρήμα

Σημασία:

1. βλ. μουδκιάζω (μουδιάζω). 2. βλ. λιμπουρίζω (μυρμηγκιάζω).

Συνώνυμα:

Μουθκιάζω, Λιμπουρκάζω