Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Μουσ̌αμμάς (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. ο μουσαμάς, αδιάβροχο χοντρό ύφασμα. 2. χοντρό ύφασμα αλειμμένο με κερί το οποίο χρησιμοποιείται ως υλικό για ζωγραφική. 3. μτφ. ο αδιάφορος.