Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Νισάφιν »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. γισάφιν (νισάφι πια, αρκετά, έλεος!).

Συνώνυμα:

Ισάφιν