Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Νιώννω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. αναγιώννω (1. μεγαλώνω κάποιον σαν τον γιο μου. 2. περιποιούμαι κάτι (παιδιά, ζώα, φυτά) για να μεγαλώσει).

Συνώνυμα:

Αναστήννω, Ανιώννω