Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Νταϊλλίκκιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. το νταηλίκι, η μαγκιά 2. το ψευτονταηλίκι, η ψευτομαγκιά.