Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ξηκορατζ̌ίζω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. ξηκορακώ (ελευθερώνω κάτι από αγκίστρι ή ελευθερώνομαι από το αγκίστρι).