Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ξημπερτεύκω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. ξεμπερτεύκω (1. ξεμπερδεύω. 2. ξεμπλέκω. 3. επιλύω. 4. ξεδιαλύνω. 5. διευθετώ).