Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ξηνερίζω »

Ρήμα

Σημασία:

1. λοξορομώ. 2. εκτρέπομαι. 3. μτφ. είμαι εκτός πορείας πλεύσης.

Συνώνυμα:

Ξηνερώ