Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ξηορευτής (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. ξαορευτής (o εξομολογητής).

Συνώνυμα:

Ξημολοητής (ο)