Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Νωμιά (η) »
Ουσιαστικό
Σημασία:
βλ. γώμος (1. o ώμος, καθένα από τα δύο επάνω μέρη του ανθρώπινου κορμού εκατέρωθεν του λαιμού, στα σημεία που συνδέεται ο θώρακας με κάθε χέρι. 2. η ωμοπλάτη, καθένα από τα δύο τριγωνικά οστά, που βρίσκονται στο πάνω μέρος της πλάτης κάτω από τους ώμους).
Συνώνυμα:
Νώμος (o)