Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ξαβρίζω »

Ρήμα

Σημασία:

1. αφρολογώ, ξαφρίζω. 2. μτφ. κλέβω.

Συνώνυμα:

Ξαφρίζω