Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ξαννία (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. ξανία (η αγκίδα, πάρα πολύ μικρό και λεπτό κομμάτι ξύλου μυτερό σαν καρφίτσα).

Συνώνυμα:

Ξανίδα (η)