Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ξαπολυσ̌ιά (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. το να μην περιορίζεται κανείς από κάποιον ηθικό ή νομικό φραγμό. 2. η ανεξέλεγκτη ελευθερία.

Συνώνυμα:

Ξαπολυσούρα (η)