Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ξεμαρκώννω »

Ρήμα

Σημασία:

1. ξεπαγώνω. 2. όταν τα ζώα συνέρχονται από τη χειμερία νάρκη.

Συνώνυμα:

Ξημαρκώννω