Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ξενοχωρίτης, -ισσα, -ικον »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. ξενομερίτης (αυτός που ήρθε από ξένη χώρα ή διαφορετική περιοχή της χώρας).