Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ξηδογκιάζω »

Ρήμα

Σημασία:

1. φαφουτιάζω, χάνω τα δόντια μου. 2. αφαιρώ ή σπάζω τα δόντια κάποιου.

Συνώνυμα:

Ξηδοντίζω